ροκ(κ)έλ(λ)α

ροκ(κ)έλ(λ)α
και ροκέλλη, η, Ν
βοτ. γένος λειχήνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ροκ — (I) το, Ν βλ. ροκέ. (II) το, Ν (ακλ.) 1. είδος έντονης, ζωηρής μουσικής με βασικό όργανο την ηλεκτρική κιθάρα και γνώρισμα την επανάληψη απλών μουσικών φράσεων 2. ονομασία χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rock] …   Dictionary of Greek

  • ροκ εντ ρολ — το, Ν άκλ. είδος αμερικανικής χορευτικής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rock n roll] …   Dictionary of Greek

  • ροκ(κ)ελ(λ)ίνη — η, Ν χημ. οργανική ένωση, χρωστική ύλη που ανήκει στην κατηγορία τών αζωχρωμάτων, ανάλογη με την ερυθρά βαφή, η οποία εξάγεται από τους λειχήνες τού γένους ροκέλα …   Dictionary of Greek

  • Ροκ, Φωκίων — (1891 – 1945). Έλληνας γλύπτης, γαλλικής καταγωγής. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και έπειτα στο Παρίσι. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, χρημάτισε έφορος της Σχολής Καλών Τεχνών. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι τα μνημεία του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γκάμπριελ, Πίτερ — (Peter Gabriel, Κόμπχαμ, Σάρεϊ 1950 –). Άγγλος τραγουδιστής της ποπ και μουσικός, συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και μουσικός παραγωγός. Ένας μοναδικός συνδυασμός ταλέντου, ευφυΐας και κοινωνικής ευαισθησίας έχει αναδείξει τον Γ. σε μία από… …   Dictionary of Greek

  • Λεντ Ζέπελιν — (Led Zeppelin). Αγγλικό συγκρότημα ροκ μουσικής. Απαρτιζόταν από τον κιθαρίστα Τζίμι Πέιτζ (Jimmy Page, Λονδίνο 1944 –), τον τραγουδιστή Ρόμπερτ Πλαντ (Robert Plant, Μπρόμγουιτς 1948 –), τον μπασίστα Τζον Πολ Τζόουνς (John Paul Jones, Σίντκαπ… …   Dictionary of Greek

  • Λιούις, Τζέρι Λι — (Jerry Lee Lewis, Λουιζιάνα 1935 –). Αμερικανός μουσικός. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του ροκ εν ρολ, μαζί με τους Τσακ Μπέρι, Λιτλ Ρίτσαρντ, Μπιλ Χάλεϊ και Έλβις Πρίσλεϊ. Ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε ηλικία 8 ετών και το 1956… …   Dictionary of Greek

  • Λιτλ Ρίτσαρντ — (Little Richard, Μέικον 1932 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού μουσικού και συνθέτη Ρίτσαρντ Γουέιν Πένιμαν (Richard Wayne Penniman). Ως έφηβος τραγουδούσε γκόσπελ με παραδοσιακά αφροαμερικανικά φωνητικά σχήματα. Το 1951 κέρδισε σε έναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”